Το πρόβλημα της στέγασης στην Ελλάδα επιδεινώνεται σημαντικά, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία στην πρόσφατη έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ανέφερε ότι το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος έφτασε το 35,5% το 2024.
Η αύξηση αυτή οφείλεται στην άνοδο των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων, σε συνδυασμό με τη φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας και τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα. Η ΤτΕ κάνει λόγο για «αρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων» για την οικονομία, χωρίς ωστόσο να εκφράζει ανησυχία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεδομένου του χαμηλού επιπέδου χορηγήσεων στεγαστικών δανείων.
Με βάση τα σχετικά στοιχεία, οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων ανήλθαν σε 819 εκατομμύρια ευρώ το πρώτο εξάμηνο του έτους, σημειώνοντας αύξηση 38% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους (593 εκατ. ευρώ). Ένα σημαντικό ποσοστό της εγχώριας ζήτησης αφορά αγορές χωρίς τραπεζική μεσολάβηση, δηλαδή χωρίς δανεισμό. Ωστόσο, παρά την αύξηση αυτή, οι νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων – ακόμη και με τη συνδρομή του προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ» – παραμένουν πολύ χαμηλές σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση. Από την 1η Ιανουαρίου 2025 έχουν χαλαρώσει τα πιστωτικά κριτήρια, επιτρέποντας δανεισμό έως και 90% της αξίας του ακινήτου για πρώτη κατοικία (και έως 80% για μη πρώτη κατοικία).
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η τάση των τιμών στην ελληνική αγορά κατοικίας δεν δείχνει σημάδια επιβράδυνσης και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, όσο η ζήτηση από την εγχώρια και τη διεθνή αγορά παραμένει ισχυρή και το διαθέσιμο απόθεμα κατοικιών περιορισμένο.
Όσον αφορά την προσφορά, η κεντρική τράπεζα επισημαίνει ότι «η χαμηλή προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση είναι αποτέλεσμα της επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που σχετίζονται με μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό, καθώς και της μείωσης του αριθμού των νεόδμητων κατοικιών την περίοδο 2010–2020, που δεν επέτρεψε την ομαλή ανανέωση του αποθέματος».
